πιζάμα

πιζάμα
η, Ν
βλ. πιτζάμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιζάμα — η (λ. αγγλ.), νυχτερινή ενδυμασία από χιτώνιο και φαρδύ πανταλόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιτζάμα — και πιζάμα, η, Ν ελαφρό ένδυμα που χρησιμοποιείται στον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyjzama / pajama < νεοϊνδ. pāē jāmah «φαρδύ πανταλόνι»] …   Dictionary of Greek

  • πιτζάμα — η βλ. πιζάμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυζάμα — η βλ. πιζάμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”